- ὀμματῶ
- ὀμματόωfurnish with eyespres subj act 1st sgὀμματόωfurnish with eyespres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομματώ — ὀμματῶ, όω (ΑΜ) [όμμα] μσν. θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ) αρχ. 1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.) 2. δίνω έκφραση στα … Dictionary of Greek
ενομματώ — ἐνομματῶ, όω (Α) [ομματώ] δίνω σε κάποιον μάτια, τού ξαναδίνω την όραση («πηλῴ τὸν τυφλὸν ἐνομματώσας», Ψ. Χρυσ) … Dictionary of Greek
εξομματώ — ἐξομματῶ, όω (Α) 1. κάνω κάποιον να δει, τού ανοίγω τα μάτια 2. διασαφώ 3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια 4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)] … Dictionary of Greek
ομμάτωσις — ὀμμάτωσις, ἡ (ΑΜ) [ομματώ] ανάκτηση τής όρασης αρχ. 1. διαφώτιση, διδασκαλία 2. επίδεσμος για τα μάτια … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek